- ημιοικότροφος
- η , ο [ος , ον ] получающий разовое питание, с разовым питанием
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημιοικότροφος — ο ο κατά το ήμισυ οικότροφος, αυτός που συσσιτεί μια φορά την ημέρα σε οικοτροφείο ή σε σπίτι που κατοικεί, ο ημισύσσιτος … Dictionary of Greek
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek